Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Τα Μοναδικά Καλοκαίρια των Παιδικών μας Χρόνων


Είναι φορές που μυρίζω ακόμα την κανέλα από τις μεγάλες κόκκινες καραμέλες που μας φίλευε η γιαγιά μου, κάθε φορά που πηγαίναμε να την επισκεφτούμε στο βουνό, στο σπίτι με τα κόκκινα παραθυρόφυλλα.
Άλλοτε πάλι, ακούω τον ήχο από τις παντόφλες της στην αυλή του καλοκαιρινού -για εμάς- σπιτιού της, στο παραθαλάσσιο χωριό, καθώς αεικίνητη περιφερόταν πάνω κάτω.
Θυμάμαι που κάθε απόγευμα καταβρέχαμε κάτω από την πυκνή κληματαριά και μου έδινε κι εμένα μια σκούπα χόρτου με κοντάρι, για να παραμερίσουμε τα ξερά φύλλα.
Δεν έχω ξεκαθαρίσει εάν το έκανε για να γίνω «νοικοκυρά» ή απλά για να έχουμε μια από κοινού δραστηριότητα, αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ότι λατρεύω τα απογεύματα…
Αφού δρόσιζε και καθάριζε η αυλή μας, η γιαγιά χανόταν κάπου στο ημιφωτισμένο δροσερό καμαράκι με τα τεράστια πιθάρια με το λάδι και φώναζε εμένα και το αδελφό μου με τόνο επιτακτικό: «παιδιά, ελάτε στο ιερό!».
Μέχρι τότε, ως «ιερό» ήξερα τον εσωτερικό χώρο μιας εκκλησίας όπου απαγορευόταν η πρόσβαση των γυναικών.
Κι όμως, μαζί με τον αδελφό μου ανακαλύψαμε ότι το ιερό της γιαγιάς ήταν το δωμάτιο με τα πιθάρια, όπου επιτρεπόταν η είσοδος μονάχα σε εμάς τα εγγόνια της, εκεί που αντί για θεία κοινωνία μάς φίλευεπαγωτό βανίλια με φρούτα, που είχε αγοράσει από το γειτονικό παντοπωλείο.
Μόλις μας έδινε τα μπολ μας, χανόταν έξω στην αυλή για να καταπιαστεί με κάτι άλλο κι εμείς αναρωτιόμασταν τι θα κάναμε αυτή το φορά με τα φρουτάκια.
Το παγωτό το τρώγαμε πάντοτε καθισμένοι στο μεγάλο σιδερένιο νυφικό της κρεβάτι, που βρισκόταν στο δωμάτιο.
Εκεί ξεχωρίζαμε και τα ανεπιθύμητα κομμάτια φρούτου, τα οποία κατέληγαν κάτω από κάποιο πιθάρι όπου βρισκόταν αποθηκευμένη η σοδειά από το λάδι της χρονιάς ή σε κάποιο διπλωμένο ύφασμα, ευγενική χορηγία μας στη χειμερινή αποθεματική τροφή των γιγάντιων μυρμηγκιών που ξεφύτρωναν από το πουθενά.
Κάποιες φορές κοντά στο δεκαπενταύγουστο, όταν φώναζε και τον παππού μας στο «ιερό» της, εκείνος αρνιόταν το φίλεμα διότι νήστευε, αλλά η γιαγιά τον καθησύχαζε ότι ήταν νηστίσιμο το παγωτό κι έτσι αποκτούσαμε συνεργό στη μικρή μας συνωμοσία.
Τα μεσημέρια μας, είχαν πάντα μία νότα περιπλάνησης.
Όταν όλοι κοιμόντουσαν, κοιτιόμασταν συνωμοτικά με τον αδελφό μου και στο λεπτό αποφασίζαμε να«πάμε να χαθούμε».
Όταν είσαι μικρός, τα πάντα σού φαίνονται πολύ μεγαλύτερα από όσο πραγματικά είναι.
Έτσι κι εμείς ξεκινούσαμε μες στο λιοπύρι του κατακαλόκαιρου τη μεσημεριανή μας περιπλάνηση μέσα στα πέτρινα στενά σοκάκια που έκαιγαν, καθώς αντανακλούσαν πάνω τους ο ασβέστης των φρεσκοβαμμένων τοίχων, με την ελπίδα να χαθούμε.
Ελπίζαμε, καθώς περιπλανιόμασταν σε ανηφοριές και κατηφοριές, ότι 8α καταλήξουμε σε κάποιο διαφορετικό σημείο, όπου δεν είχαμε ξαναβρεθεί.
Η μόνη επαφή που είχαμε με το χρόνο, ήταν όταν μετρούσαμε τους χτύπους από τις καμπάνες κάθε μία και κάθε μισή ώρα.
Όταν δε, συναντούσαμε κάποια γιαγιά που μόλις είχε ξυπνήσει από το μεσημεριανό ύπνο και καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού της για το απογευματινό της πλέξιμο και όλο περιέργεια μας υπέβαλε με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά την cult ερώτηση: «ποιανού είσαι εσύ βρε;», εμείς είχαμε προετοιμάσει την απάντηση που είχαμε εφεύρει και περήφανοι αποκρινόμασταν: «του μπαμπά μου και της μαμάς μου» και κοκορευόμασταν για την ατάκα αυτή, καθώς την προσπερνούσαμε κρυφογελώντας.
Τα καλοκαίρια ήταν ανέκαθεν η εποχή που επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη οι ανά τη γη διάσπαρτοι Έλληνες μετανάστες.
Έτσι και στο δικό μας χωριό έρχονταν η θεία από την Αμερική, φέρνοντας τα απαραίτητα αμερικάνικα δώρα σε όλη την οικογένεια, με τους παραφουσκωμένους από τα hamburgers και την καθιστική ζωή, δύο της γιούς.
Παρά το γεγονός ότι ήταν καυστική και καθόλου διακριτική στα σχόλιά της, εν τούτοις, ήταν από τις αγαπημένες μου θείες.
Ήταν τόσο αυθεντική, υπεροπτική και ατάραχη, που μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι βρισκόταν απλά σε κατάστασης μόνιμης και εκ των έσω, γαλήνης.
Εκείνη με έμαθε τα καλοκαίρια στο χωριό να πίνω παγωμένο τσάι, να φοράω έντονο κραγιόν και με έκανε να λατρέψω τα δίφυλλα ψυγεία-ντουλάπες με το αθόρυβο μοτέρ, τη «βρύση» στην πόρτα για νερό, χυμό και παγάκια, όταν η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ακόμα μονόπορτα θορυβώδη ψυγεία.
Ήταν η ίδια που με ταξίδεψε με το νου στα τεράστια Νεοϋρκέζικα Μalls, όταν τότε η Ελλάδα διέθετε ένα Μινιόν, άντε και κάποια καταστήματα με την επωνυμία Αφοί Λαμπρόπουλοι.
Εκείνα τα μοναδικά καλοκαίρια είχαν ατελείωτες ώρες έκθεσης στον ήλιο, πρωινό και απογευματινό μπάνιο στη θάλασσα και φυσικά ξεγνοιασιά κι ανεμελιά, ποδηλατάδες και άσκοπους ποδαρόδρομους, walkman με κασέτες που περιείχαν τις επιτυχίες της εποχής, ατέλειωτες ώρες παντομίμας στο δασάκι με την παρέα, ενώ τα πρώτα καρδιοχτύπια μαζί με τα αθώα ραντεβού σηματοδοτούσαν την έξοδό μας από εκείνη την αγνή υπέροχη εποχή, που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι πάντα στην καρδιά όλων όσων τα ζήσαμε ως τις πρώτες καλύτερες αναμνήσεις των παιδικών χρόνων…